καλούτσικος

καλούτσικος
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας.
* * *
-η, -ο, θηλ. και -ια (Μ καλούτσικος, -η, -ον) [καλός]
1. κάπως καλός, υποφερτός, μέτριος («καλούτσικος μαθητής»)
2. ευχάριστος στην όψη, εμφανίσιμος, ομορφούτσικος
μσν.
1. ευνοϊκός, κατάλληλος
2. αρκετά καλός.
επίρρ...
καλούτσικα
υποφερτά, αρκετά καλά
μσν.
με καλό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλούτσικος — η, ο επίρρ. α ανεκτός, μέτριος: Είναι καλούτσικος μαθητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) …   Deutsch Wikipedia

  • ακρόκαλος — (I) η, ο (για περιοχές) αυτός που δεν έχει κροκάλες, χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κροκάλη]. (II) η, ο και ακροκαλός, ή, ό καλούτσικος, λίγο καλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + καλός] …   Dictionary of Greek

  • υποφερτός — ή, ό 1. ο κάπως ανεκτός, που μπορεί κανείς να τον υποφέρει: Υποφερτή ζέστη. 2. μέτριος, καλούτσικος: Υποφερτό φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”